- αιτίωμα
- αἰτίωμα, το (Α) [αἰτιῶμαι]απόδοση ενοχής, κατηγορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰτιώμασιν — αἰτίωμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιώματα — αἰτίωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek